- βουσή
- βουσή· δούλη, Hsch. [full] βουσία· γογγυλίδι ὅμοιον (Thess.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατριβούσῃ — διατρῑβούσῃ , διατρίβω rub hard pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλιβούσῃ — ἐκθλῑβούσῃ , ἐκθλίβω squeeze out pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιατριβούσῃ — ἐνδιατρῑβούσῃ , ἐνδιατρίβω spend pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριβούσῃ — ἐπιτρῑβούσῃ , ἐπιτρίβω rub on the surface pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)